
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, καλωσορίσατε. Ευχαριστούμε που είστε μαζί μας.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Μεγάλη μου χαρά και τιμή.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πρώτη ερώτηση στον διευθυντή του ΒΗΜΑΤΟΣ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ήθελα να ξεκινήσουμε, μιας και είμαστε σε ένα οικονομικό συνέδριο επί της ουσίας, από τους δασμούς, από αυτόν τον περίφημο εμπορικό πόλεμο που έχει κηρύξει ο Donald Trump με τα πισωγυρίσματα. Κανονικά, ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε μία άλλη λέξη, αλλά ας μείνουμε στο πισωγύρισμα. Και, ήθελα να σας ρωτήσω όχι για τα οικονομικά αποτελέσματα αυτού του πολέμου, αλλά για τα διπλωματικά, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, εάν διαπιστώνετε στις επαφές σας με τους ομολόγους σας αντεγκλήσεις, διαφορετικές στρατηγικές, ρηγματώσεις, ενδεχομένως. Άρα, εάν ο εμπορικός αυτός πόλεμος, οι δασμοί, είναι ένα άλλο πεδίο εσωτερικών συγκρούσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσουμε ότι, κατ’ αρχάς, οι δασμοί δεν είναι καλό νέο. Σε μία αγορά, η οποία είναι εξοικειωμένη με την ελευθερία, η οποία αποσκοπεί πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των καταναλωτών, οι οποιοιδήποτε φραγμοί στο εμπόριο δημιουργούν μία νέα συνθήκη και εν δυνάμει μία κατάσταση πληθωρισμού, αύξησης των επιτοκίων, γενικότερης αναταραχής. Άρα, δεν είναι καλό νέο. Από την άλλη πλευρά, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι νομίζω σαφής. Μετά από μία πρώτη μικρή περίοδο σχετικής αμηχανίας, νομίζω, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή τη στιγμή έχουμε καταλήξει ότι εκείνο, το οποίο είναι χρήσιμο και ωφέλιμο για την Ένωση, είναι να συνεχίσουμε τη συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, να προσπαθήσουμε να βρούμε τον τρόπο εκείνο, με τον οποίο θα μπορέσουμε να εξισορροπήσουμε τα όποια προβλήματα. Ένα modus vivendi, το οποίο, εφόσον υπάρξουν, αναδειχθούν προβλήματα σε ό,τι αφορά το διακρατικό εμπόριο, να προσπαθήσουμε σημειακά να τα διαχειριστούμε αντί να πάμε σε ριζικές λύσεις, όπως είναι η επιβολή των δασμών. Βεβαίως, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός μείγματος που εξ ορισμού έχει πολλά και αντιτιθέμενα συμφέροντα, υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις. Το κρίσιμο είναι, όμως, ιδίως σε ό,τι αφορά το ζήτημα των δασμών, η Ευρώπη να παραμείνει ενιαία, να έχει μία φωνή, να εκφραστεί μέσα από τα θεσμικά της όργανα, έτσι ώστε να πολλαπλασιάσει και την διαπραγματευτική της δυνατότητα. Μία Ευρώπη σε Ένωση είναι μία Ευρώπη πολύ πιο ισχυρή να μπορέσει να διαπραγματευθεί.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μπορεί η πολιτική Trump να φέρει μία νέα οικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή δεν είμαστε εκεί. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία φάση μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο. Η νέα αμερικανική διοίκηση έχει αμέσως εισαγάγει ορισμένα νέα δεδομένα στην οικονομική συνεργασία, στο διεθνές εμπόριο και προσπαθούν όλοι να βρουν τα πατήματά τους. Δεν είμαστε ακόμη στο σημείο όπου θα μπορούσε νομίζω να προκληθεί μια οικονομική κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι, τόσο ως Ελλάδα, όσο και ως Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Η Ελλάδα έχει το σημαντικό πλεονέκτημα να μην έχει υπερέκθεση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, να έχει μια οικονομία, δημοσιονομικά μεγέθη, τα οποία είναι ακμάζοντα και να έχει μια πολιτική σταθερότητα. Δηλαδή τα βασικά συστατικά για να μπορέσουμε να αποφύγουμε την οποιαδήποτε κρίση. Τώρα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλαβαίνουμε ότι η διαχείριση είναι σημαντική. Νομίζω ότι συνδέεται και με μια πιο μακροσκοπική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας πορείας προς την στρατηγική της αυτονομία. Ξέρετε, πολλές φορές, γεγονότα ιστορικά μπορούν να επισπεύδουν την ίδια την ιστορία. Είδαμε ότι ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία, η ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, επέσπευσε την απεξάρτηση των περισσοτέρων κρατών μελών από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σε μια αντίστοιχη περίπτωση, θα έλεγα, ότι θα υποχρεωθεί η Ευρώπη να προσαρμοστεί και στα νέα δεδομένα. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, αρκεί να γίνεται με έναν τρόπο, ο οποίος θα είναι προγραμματισμένος, θα είναι στρατηγικός και θα έχει μια όδευση, η οποία θα είναι προς την ασφάλεια και την ευημερία της Ευρώπης.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Φαίνεται, πάντως, να προσαρμόζεται και στα δεδομένα μιας πολεμικής πια οικονομίας. Αν δεν κάνω λάθος, στα τέλη του Ιουνίου έχουμε τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Στο Βήμα της Κυριακής δημοσιεύσαμε μια πληροφορία που έλεγε ότι, προ κάποιων μηνών, η αμερικανική διοίκηση είχε στείλει ένα ερώτημα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Περίπου ήταν ένα τεστ, μια άσκηση, να φανταστούν το μέλλον του ΝΑΤΟ χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και αν αυτό είναι το πιο αδύναμο σενάριο, ήθελα να σας ρωτήσω αν η Αθήνα, αν εμείς, έχουμε εξετάσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Καταρχάς, να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Και η μεγάλη εικόνα είναι ότι με τις τεκτονικές εξελίξεις που έχουμε στο ευρύτερο γεωπολιτικό πεδίο, νομίζω κάθε χώρα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ανασχετικά σε οποιαδήποτε επίθεση, είτε πρόκειται για μία συμβατική επίθεση, είτε για μία υβριδική επίθεση. Άρα, νομίζω ότι το σημαντικό είναι να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε και να είμαστε όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένοι. Σε ό,τι αφορά το ερώτημά σας, η απάντηση είναι πολύ συγκεκριμένη. Το ΝΑΤΟ αποτελεί την ισχυρότερη αμυντική συμφωνία, τη μεγαλύτερη διατλαντική οργάνωση συνεργασίας και νομίζω ότι θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο. Δεν αισθάνομαι ότι θα υπάρχει θεμελιώδης κλονισμός σε ό,τι αφορά τα βασικά της διατλαντικής συνεργασίας. Προφανώς, αυτή τη στιγμή, βρισκόμαστε – και στο επίπεδο του ΝΑΤΟ – σε μία φάση μεταβατική. Και τούτο, διότι ο παραδοσιακός συσχετισμός βαρών εντός της διατλαντικής συνεργασίας, δηλαδή η υπερεξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τείνει αυτή τη στιγμή να απομειωθεί. Τα βάρη αναλογικώς περιέρχονται και στην Ευρώπη. Η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει ένα μεγαλύτερο βάρος. Αυτό συνδέεται πρωτίστως με την εξυπηρέτηση των αμυντικών αναγκών, δηλαδή την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης.
Άρα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή τη στιγμή εκείνο, το οποίο είναι σημαντικό και συνδέεται και με την Διάσκεψη του ΝΑΤΟ στη Χάγη, στις 24 και 25 Ιουνίου, είναι η δέσμευση όλων των κρατών του ΝΑΤΟ ότι θα συνεχίσουν να στηρίζουν, ή ακόμη και θα αυξάνουν, την επένδυσή τους στις αμυντικές δυνατότητες. Αυτό, το οποίο θέλω να τονίσω, είναι ότι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό. Δηλαδή, η ενίσχυση της αμυντικής αυτονομίας των κρατών. Εμείς, όπως γνωρίζετε, ούτως ή άλλως έχουμε μια ισχυρή δέσμευση σε ό,τι αφορά την επένδυση στους εξοπλισμούς μας, στην αμυντική μας δυνατότητα. Αντιστοίχως, νομίζω υπάρχει μια κοινή κατανόηση αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη ότι θα πρέπει να ενισχυθεί και η συλλογική άμυνα της Ευρώπης. Το ReArm, το οποίο έχει αυτή τη στιγμή αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί το νέο μεγάλο εργαλείο προς την στρατηγική αυτονομία. Όλα αυτά τα βήματα κατατείνουν σε ένα και μόνο. Μετασχηματισμός, νομίζω, της οικονομικής ένωσης, η οποία ξεκίνησε με τη λειτουργία της αποφυγής φραγμών στο διακοινοτικό εμπόριο, σε μια γεωπολιτική ένωση. Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να έχει εξαρτήσεις. Θα πρέπει να δει τον εαυτό της τις επόμενες δεκαετίες μέσα από το πρίσμα μιας πιο αυτόνομης πορείας. Διότι, η αυτονομία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σημαίνει στην πραγματικότητα εγγύηση και για την ασφάλειά της.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν μπορώ να σας μη σας ρωτήσω, όμως. Σε αυτήν την αυτόνομη πορεία χωράει η Τουρκία;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η Τουρκία αποτελεί, ούτως ή άλλως, έναν ισχυρό παράγοντα, περιφερειακό και διεθνή, με αυτοτελή αμυντική βιομηχανία. Είναι εταίρος του ΝΑΤΟ, άρα σύμμαχός μας στη διατλαντική συμμαχία. Αποτελεί ένα υπό ένταξη κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από όλα αυτά. Η πρώτη και μεγάλη υποχρέωση, την οποία έχει η Τουρκία, είναι προφανώς να σέβεται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, να σέβεται την ακεραιότητα των συμμάχων κρατών. Η δική μας θέση είναι πάρα πολύ σαφής. Η Τουρκία θα πρέπει, για να έχει την οποιαδήποτε εμπλοκή στην αμυντική βιομηχανία της Ευρώπης, στη νέα δομή άμυνας που αναπτύσσεται εντός της Ευρώπης, να αποδεικνύει έμπρακτα ότι σέβεται τους κανόνες αυτούς. Και είναι προφανές ότι, στο μέτρο που η Τουρκία εξακολουθεί να έχει απειλή πολέμου σε βάρος της Ελλάδας για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την κυριαρχία της χώρας και τα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, αυτό αποτελεί σοβαρό ανάχωμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και να κατέχει τη μισή Κύπρο.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Και βεβαίως να έχει την κατοχή της Κύπρου, μετά την παράνομη εισβολή του 1974. Αυτή τη στιγμή, είμαστε σε μια σχετικώς καλύτερη θέση από εκείνη που βρισκόμασταν πριν από δύο χρόνια. Σε συντονισμό, η ελληνική κυβέρνηση με την Κυπριακή Δημοκρατία, έχουμε καταφέρει να ενεργοποιήσουμε το Κυπριακό ως μείζον θέμα εντός του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το έχει αναλάβει ως προσωπικό θέμα και το έχει αναδείξει στην κορυφή της ατζέντας του ΟΗΕ, ο Γενικός Γραμματέας. Είχαμε τη θετική εξέλιξη με τις άτυπες συζητήσεις, τόσο σε πολυμερές, στη Γενεύη, όσο και σε διμερές επίπεδο μεταξύ των δύο ηγετών. Και βεβαίως, την επανατοποθέτηση της κυρίας Holguin, ως προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα. Αυτά αποτελούν θετικές εξελίξεις. Όμως, θα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία κινείται σε μία γραμμή, η οποία επιβεβαιώθηκε τις τελευταίες ημέρες για διχοτόμηση του νησιού και κυριαρχική ισότητα, η οποία είναι εκτός του πλαισίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εκτός των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και δεν μπορεί να γίνει υπό οποιαδήποτε εκδοχή ανεκτή.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Άρα, κύριε Υπουργέ, τα δεδομένα είναι τα εξής, πάνω κάτω: η Τουρκία, τουλάχιστον αυτό λέμε εμείς, δεν σέβεται τους διεθνείς κανόνες. Το βέβαιο είναι ότι δεν έχει αναγνωρίσει το διεθνές δίκαιο. Άρα, κατά συνέπεια, δεν έχει και υποχρέωση εφαρμογής από μία άποψη. Αλλά, το θέμα είναι ότι ήδη το γεγονός ότι συζητούμε για ανεξάρτητο ευρωπαϊκό μηχανισμό άμυνας, σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν αυτό που είναι. Και σε ό,τι αφορά τον ευρωπαϊκό μηχανισμό άμυνας, ξέρουμε ότι εκεί υπάρχει μια συζήτηση στο να μπορεί η Τουρκία να είναι συμπαραγωγός στην παραγωγή οπλικών συστημάτων και εξοπλισμών. Υπάρχει μια άποψη ότι αν αυτό προχωρήσει, αν η Τουρκία δηλαδή μπει με αυτόν τον τρόπο μέσα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό, αυτό θα συνιστά στρατηγική ήττα για την Ελλάδα. Και θα ήθελα το σχόλιό σας.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση νομίζω είναι πάρα πολύ σαφής. Στο μέτρο που η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με έναν εξαιρετικά ισχυρό λόγο στο ΝΑΤΟ, με συμμαχίες περιφερειακές και διεθνείς, οι οποίες έχουν πολλαπλασιάσει το διπλωματικό αποτύπωμα της χώρας, είναι προφανές ότι θα εξυπηρετηθούν τα εθνικά συμφέροντα με τον προσήκοντα τρόπο. Επαναλαμβάνω, δεν νοείται να υπάρχει, υπό οποιαδήποτε εκδοχή, εμπλοκή μιας χώρας, όταν αυτό δεν σημαίνει ταυτόχρονα απόλυτο σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας των κρατών. Απειλές στο σύγχρονο κόσμο δεν μπορούν να νοηθούν. Το είδαμε στην περίπτωση της επιθετικότητας της Ρωσίας. Νομίζω, ήταν η πρώτη φορά που είχαμε έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης μεταπολεμικά, αλλά ήταν και η πρώτη φορά που η Δύση άρθρωσε μια ενιαία και ισχυρή φωνή απέναντι στην επιθετικότητα. Και η φωνή αυτή νομίζω ότι θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Η Ελλάδα τάσσεται πάντοτε υπέρ του διεθνούς δικαίου. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή έχουμε κάθε λόγο να στεκόμαστε με ισχύ απέναντι στην κατάσταση αυτή. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα, έχοντας ένα πολύ ισχυρό τρίπτυχο σήμερα, το οποίο είναι ισχυρή διπλωματία, μια πολύ καλή, ακμάζουσα οικονομία και βεβαίως, μια ραγδαία αναπτυσσόμενη εθνική άμυνα, μπορεί να εγγυηθεί ασφάλεια, αλλά μπορεί να είναι και στο κέντρο λήψης αποφάσεων.
Ξέρετε, δεν είναι πολλές οι χώρες, οι οποίες σήμερα μπορούν να έχουν την ισχύ μιας χώρας όπως η Ελλάδα, η οποία δεν είναι από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Όμως, το διπλωματικό της αποτύπωμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εκλεγμένο μέλος, συνδιαμορφωτής της διεθνούς πολιτικής, της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας, στην καρδιά, στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε κορυφαίους οργανισμούς, με άριστες σχέσεις με όλους τους γείτονές μας. Νομίζω ότι η Ελλάδα μπορεί να αρθρώνει λόγο και μπορεί να αποτρέπει, όταν χρειάζεται ενέργειες, οι οποίες βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είχατε ένα δείπνο, το οποίο χαρακτηρίστηκε και ιδιωτικό, με τον Hakan Fidan, τον ομόλογό σας, τις προηγούμενες μέρες. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί, όπως ξέρετε, εξάπτουν τη φαντασία των δημοσιογράφων. Δεν έχετε μιλήσει γι’ αυτό. Τι συζητήσατε; Μπήκαν στην ατζέντα θέματα δύσκολα, που η ιδιωτικότητα ίσως ευνοεί και μια πιο ελεύθερη συζήτηση;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ειλικρινά, κυρία Φωτάκη, χωρίς να παρεμβαίνω στο έργο σας, αισθάνομαι ότι υπάρχουν πολύ πιο μείζονα θέματα για να εξάψουν την φαντασία του δημοσιογράφου σε σχέση με το ανεπίσημο δείπνο. Όπως γνωρίζετε, βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη σε ανεπίσημη επίσκεψη. Είχα την ευκαιρία να κάνω σειρά επαφών. Και με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με την Ομογένεια, να επισκεφθώ ο ίδιος δια ζώσης ιδρύματα της Ρωμιοσύνης, την ιστορική Θεολογική Σχολή της Χάλκης και να έχω επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα. Υπήρξε η συνάντηση, όπως είπατε, η πρόσκληση για το ανεπίσημο δείπνο με τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας. Στη συζήτηση αυτή, όπως αντιλαμβάνεστε, πέρα από ο,τιδήποτε άλλο, συζητήθηκαν τα θέματα επικαιρότητας, δηλαδή τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα διεθνή και περιφερειακά, τα οποία εξάλλου αποτελούν κοινές προκλήσεις για την Ελλάδα και την Τουρκία. Είχαμε τη συζήτηση για την Κύπρο. Έθεσα με κάθε τρόπο την πάγια θέση της Ελλάδας ότι δεν πρέπει να δημιουργούνται τετελεσμένα, τα οποία ουσιαστικά ενεργούν αποτρεπτικά από την οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο. Tα ζητήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με τις διμερείς μας σχέσεις, δηλαδή τα ζητήματα του καθορισμού του επόμενου Ανώτατου Συμβουλίου, όπως και άλλα διμερή ζητήματα που άπτονται του Πολιτικού Διαλόγου και της Θετικής Ατζέντας, θα έχουμε την ευκαιρία να τα συζητήσουμε σε επίσημο φορμάτ τις αμέσως επόμενες εβδομάδες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχουμε και οικονομικές σχέσεις, όμως, με την Τουρκία. Η Θετική Ατζέντα είναι μπροστά, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς. Ο κ. Χατζηβασιλείου θα βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Πώς προχωράει αυτό; Βλέπουμε μεγάλες τουρκικές επιχειρήσεις να επενδύουν στην Ελλάδα – και δεν είναι και πάρα πολύ γνωστό αυτό.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Υπάρχει μια σημαντική αύξηση του διμερούς εμπορίου. Οι ηγέτες Ελλάδας και Τουρκίας έθεσαν έναν πολύ φιλόδοξο στόχο για διπλασιασμό του διμερούς εμπορίου. Βρισκόμαστε σε καλή κατεύθυνση προς τα εκεί και νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι χρόνια καλύτερης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Βεβαίως, αυτό προϋποθέτει η γεωπολιτική, διπλωματική στάση των δύο χωρών να είναι τέτοια που να επιτρέπει στην οικονομία να αναπτυχθεί. Υπάρχουν αμοιβαία επενδύσεις μεταξύ των δύο χωρών. Υπάρχουν και ελληνικές επενδύσεις, οι οποίες αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη στην Τουρκία. Η Θετική Ατζέντα έχει λειτουργήσει σε δύο επίπεδα – τόσο στο επίπεδο της οικονομίας, μέσω των διμερών επενδύσεων, του διμερούς εμπορίου, όσο και στο επίπεδο της διπλωματίας μεταξύ των πολιτών. Ξέρετε, για εμένα είναι εξαιρετικά σημαντικό οι πολίτες γειτονικών κρατών να μπορούν να έρχονται κοντά, να αντιλαμβάνονται ότι εκείνα τα οποία τους ενώνουν είναι πιο σημαντικά και να μπορεί να υπάρχει και μια εξοικείωση, έτσι ώστε να διαρρηγνύονται στερεότυπα, να καταπίπτουν μισαλλοδοξίες και να μπορούμε να βλέπουμε το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου, νομίζω εκείνο, το οποίο διαφοροποιεί την παρούσα κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν, που πολλές φορές είχαν επιχειρηθεί ανάλογα πειράματα προσέγγισης μεταξύ των δύο χωρών, είναι ότι έχουμε έναν διάλογο ο οποίος είναι απολύτως δομημένος. Στηρίζεται σε πυλώνες, σε χρονοδιαγράμματα, σε παραδοτέα. Στο πλαίσιο αυτό, θα έχουμε την επίσκεψη του κ. Χατζηβασιλείου στην Κωνσταντινούπολη. Τα επόμενα βήματα θα είναι ο Πολιτικός Διάλογος και η Θετική Ατζέντα που θα αναπτυχθούν στο εγγύς μέλλον, σε νέο γύρο. Είχαμε τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης για τη στρατιωτική συνεργασία και κατανόηση μεταξύ των δύο χωρών. Και βεβαίως το Ανώτατο Συμβούλιο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πότε θα γίνει;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Το Ανώτατο Συμβούλιο θα γίνει εντός του θέρους. Καταλαβαίνουμε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μία πάρα πολύ πυκνή ατζέντα και των δύο ηγετών. Θα μπορέσουμε να βρούμε τον κατάλληλο χρόνο. Θα το συζητήσουμε και στο περιθώριο της διάσκεψης των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια στα μέσα του μήνα, έτσι ώστε να έχουμε και την τελική ημερομηνία. Νομίζω εκείνο, το οποίο παραμένει κρίσιμο, είναι να υπάρχει μια κινητικότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ξέρετε, κι εγώ πολλές φορές έχω αναρωτηθεί για το κατά πόσο θα πρέπει να προχωράμε με μεγάλα βήματα, με άλματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Έχω μια βαθύτατη πεποίθηση, ότι εκείνο, το οποίο είναι το πιο σημαντικό, είναι να προχωράμε με μικρά σταθερά βήματα, τα οποία θα απορροφώνται και από την πολιτική ζωή του τόπου, αλλά και από τις ίδιες τις κοινωνίες. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, μέσα στα δύο χρόνια που προσπαθούμε να ξαναχτίσουμε ένα καλό επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, αναγνωρίζοντας τις θεμελιακές μας διαφορές σε μείζονα ζητήματα, είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό, το οποίο χτίζουμε, να μπορούμε να το παγιώνουμε ως κατάκτηση. Και νομίζω ότι σήμερα έχουμε παγιώσει ως κατάκτηση, πάνω και πέρα από όλα, έναν διάλογο, ο οποίος γίνεται σε ένα επίπεδο, ώστε να μπορούμε να προλαμβάνουμε κρίσεις. Οι ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας διασφαλίζουν και την ειρήνη στην περιοχή μας. Και νομίζω ότι αυτό έχει λειτουργήσει και στο επίπεδο των εξαιρετικά περιορισμένων παραβιάσεων, που ήταν ένας κοινός τόπος στο παρελθόν, στο επίπεδο του συντονισμού στο μεταναστευτικό, όπου τα δίκτυα των διακινητών καταπολεμούνται καθημερινά και είναι ελεγχόμενη η κατάσταση. Και σε πολλά άλλα επίπεδα, τα οποία δομούν μια καλύτερη σχέση. Και το γνωρίζουμε ότι έχουμε τις διαφορές μας και θα ήμουν πραγματικά αιθεροβάμων να θεωρώ ότι μέσα σε δύο χρόνια θα λυθούν ζητήματα, τα οποία μας ταλανίζουν για πενήντα χρόνια. Και ξέρετε, τα θέματα, τα οποία εγείρει η Άγκυρα, είναι θέματα τα οποία ανατρέχουν δεκαετίες, δεν προέκυψαν την τελευταία διετία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, συγγνώμη που σας διακόπτω, δεν ξέρω και πόσο χρόνο έχουμε ακόμη. Υπάρχει ένα κεφάλαιο, το οποίο έχει αρχίσει και γράφεται το τελευταίο διάστημα. Θα μπορούσε να τιτλοφορείται: «Το καλώδιο». Θα αρκούσε για να καταλάβουμε όλοι περί τίνος πρόκειται. Προστίθενται συνεχώς νέες σελίδες σε αυτό το κεφάλαιο. Είχαμε μία εξέλιξη εχθές, τη συνάντηση μεταξύ της κυπριακής και της ισραηλινής ηγεσίας. Δίνεται η αίσθηση ότι εμείς πλέον βγαίνουμε λίγο έξω από αυτό το ενεργειακό πρότζεκτ, ότι μετατίθεται κάπως ο άξονας. Ή κάνω λάθος; Διορθώστε με.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχάς, να ξεκινήσουμε από τη βασική παραδοχή: η Ελλάδα έχει την τελευταία εξαετία αναπτυχθεί σε ενεργειακό κόμβο και ευρωπαϊκά και περιφερειακά. Τα έργα, τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως είναι η ενεργειακή διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου, η ενεργειακή διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου και εν τέλει Ισραήλ, οι κάθετοι άξονες, οι οποίοι αναπτύσσονται, οι τερματικοί σταθμοί για το LNG, οι FSRU σταθμοί στην Αλεξανδρούπολη και κυρίως η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος στην Ελλάδα με τη ένταξη των ανανεώσιμων πηγών σε πολύ μεγάλο ποσοστό, έχουν αλλάξει εντελώς την ενεργειακή φιλοσοφία και έχουν αναβαθμίσει ουσιωδώς τη χώρα μας. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, αυτό, το οποίο συνεκδοχικά έχουμε μάθει όλοι στην καθημερινότητα να το χαρακτηρίζουμε ως «καλώδιο», θέλω να σας πω ότι είναι ένα έργο κοινού ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ένα έργο, το οποίο είναι μεγάλης σημασίας, ιδίως για την Κύπρο, διότι αίρει την ενεργειακή ανασφάλεια της Κύπρου και είναι ένα έργο, το οποίο θα υλοποιηθεί. Η συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Κύπρου για την δεύτερη φάση της ενεργειακής διασύνδεσης μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ ήταν εξαρχής μέσα στον σχεδιασμό. Άρα, δεν είναι κάτι που αλλάζει τον σχεδιασμό. Η δική μας πεποίθηση είναι ότι οι διασυνδέσεις γενικώς, είτε πρόκειται για ηλεκτρικές διασυνδέσεις, είτε πρόκειται για διασυνδέσεις επικοινωνιών και δεδομένων, είναι εξαιρετικά κρίσιμες. Θα συνεχιστεί το έργο και θα συνεχιστεί με τον προσήκοντα τρόπο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μια τελευταία ερώτηση, πριν κλείσουμε, για τις σχέσεις Ελλάδας-Ηνωμένων Πολιτειών. Βρεθήκατε στην Ουάσιγκτων. Περιμένουμε επίσκεψη του ομολόγου σας και πότε; Και πώς βαδίζουμε στις άλλες μας συνεργασίες στην περιοχή; Δηλαδή, αύριο θα είναι εδώ ο Αιγύπτιος Πρόεδρος. Βλέπουμε μια πολύ στενή σχέση με το Ισραήλ, αλλά και με τον αραβικό κόσμο. Θέλω λίγο να μας το χαρτογραφήσετε αυτό, με επίκεντρο όμως την Ουάσιγκτων και πώς αλλάζουν τα πράγματα.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω, έχουμε γίνει ειδικοί στη διπλωματική τριγωνομετρία. Έχουμε καταφέρει να τετραγωνίζουμε κύκλους και να διαμορφώνουμε συνθήκες, οι οποίες με τα δεδομένα των μαθηματικών είναι σχετικώς αδύνατες. Η χώρα μας έχει μια άριστη στρατηγική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Νομίζω, σήμερα, βρίσκεται στο βέλτιστο επίπεδο που ήταν ποτέ. Είναι μια συνεργασία η οποία έχει αναπτυχθεί συν τω χρόνω. Υπερβαίνει τις κλασικές διμερείς σχέσεις που στηρίζονται στο διμερές εμπόριο, στην οικονομική συνεργασία. Έχει αναχθεί σε μείζονα αμυντική συνεργασία. Και νομίζω ότι οι σχέσεις αυτές θα αναπτυχθούν περαιτέρω. Βεβαίως και θα υπάρξουν αμοιβαίες επισκέψεις. Είχα την χαρά και την τιμή να επισκεφθώ το State Department, από τους πρώτους Υπουργούς Εξωτερικών και να έχω μια άριστη συζήτηση με τον Υπουργό Εξωτερικών, Marco Rubio. Είχα την ευκαιρία να τον ξαναδώ σε μεταγενέστερες περιπτώσεις. Νομίζω, έχουμε μια άμεση επικοινωνία. Θα συνεχιστεί αυτό. Παράλληλα, η Ελλάδα, στο πλαίσιο της πολυμερούς διπλωματίας την οποία ασκεί, έχει άριστη σχέση με όλο τον αραβικό κόσμο. Η Ελλάδα έχει παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με τον αραβικό κόσμο. Kαι ταυτόχρονα έχουμε τη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ. Νομίζω ότι έχουμε κερδίσει τον σεβασμό όλων των διεθνώς δρώντων, των διεθνών παικτών. Και τούτο διότι η Ελλάδα στηρίζεται σε αρχές, στηρίζεται σε κανόνες, έχει μια ειλικρινή στάση απέναντι στα πράγματα και νομίζω αυτό είναι που της δίδει την πρόσθετη αξία. Ειδικά για την Αίγυπτο, στην οποία αναφερθήκατε, πράγματι, αύριο αντιπροσωπεία της αιγυπτιακής κυβέρνησης υπό τον Πρόεδρο Sisi θα βρίσκεται στην Αθήνα στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου. Θα έχουμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε τη μεγάλη στρατηγική μας συνεργασία και να ανοίξουμε και νέους δρόμους για περαιτέρω εμβάθυνση. Για εμάς, η Αίγυπτος αποτελεί μία χώρα σταθμό. Και τούτο όχι μόνο λόγω της φυσικής γειτνίασης που έχουμε με την Αίγυπτο και της μεγάλης συνεργασίας, την οποία έχουμε αναπτύξει τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τη διμερή μας συμφωνία για τον καθορισμό Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Κυρίως, όμως, διότι θεωρούμε ότι η Αίγυπτος αποτελεί έναν πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, κάτι που είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, αλλά και προς το συμφέρον της ειρήνης και της ευημερίας σε ολόκληρη περιοχή. Για τον λόγο αυτό, η στρατηγική σχέση που έχουμε με την Αίγυπτο είναι σε υψηλότατο επίπεδο. Δεν κλονίζεται, ενεργοποιείται. Όπως στο εγγύς μέλλον θα ενεργοποιηθούν και όλα τα τριμερή μας σχήματα, με την Κύπρο και την Ιορδανία, τον Λίβανο, το Ισραήλ. Όπως επίσης και περαιτέρω εμβάθυνση. Θέλω να σας τονίσω ιδιαιτέρως το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει αναπτύξει μια στρατηγική σχέση με χώρες, οι οποίες έχουν πολύ μεγάλη δυναμική στο διεθνές στερέωμα, όπως είναι η Ινδία. Έχω τακτική επικοινωνία με τον Ινδό Υπουργό Εξωτερικών. Αναπτύσσουμε από κοινού μείζονες δράσεις, όπως είναι για παράδειγμα ο αγωγός IMEEC, δηλαδή η διασύνδεση του οικονομικού διαδρόμου μεταξύ Ινδίας, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης. Η Ελλάδα είναι παντού, είναι ισχυρή. Μεγαλώνει το διπλωματικό της αποτύπωμα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και στα Βαλκάνια, κύριε Υπουργέ; Το λέω γιατί ακούω μια κριτική ότι περίπου τα έχουμε εγκαταλείψει στα Βαλκάνια. Και ότι η Τουρκία είναι εκεί ισχυρός παράγων.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Το αντίθετο ισχύει. Ξέρετε, κύριε Δημητρολόπουλε, πάντοτε σε οποιαδήποτε ερώτηση παρεισφρέει ο παράγων Τουρκία, και το αντιλαμβάνομαι από τη δική σας πλευρά, και στον δημόσιο λόγο. Και τα ιστορικά βάρη του παρελθόντος δεν βοηθούν. Θέλω όμως να σας πω το εξής, μια μεγάλη παραδοχή και μία μικρή παραδοχή. Η μικρή είναι ότι για μας τα Βαλκάνια αποτελούν σημείο αναφοράς. Δεν πρόκειται να τα εγκαταλείψουμε ποτέ. Εγώ ο ίδιος είμαι μεταξύ των επισπευδόντων, έτσι ώστε να ενεργοποιείται διαρκώς η ενταξιακή διαδικασία των Δυτικών Βαλκανίων. Έχω προσωπική φροντίδα για το ζήτημα αυτό και βρίσκομαι σε διαρκή επαφή, τόσο με τους Υπουργούς Εξωτερικών των Δυτικών Βαλκανίων, όσο και με φίλους των Δυτικών Βαλκανίων, με τους οποίους έχουμε συνταχθεί και σε συλλογικό επίπεδο για να επισπεύσουμε τη διαδικασία αυτή. Γνωρίζετε ότι τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν εν δυνάμει ένα ναρκοπέδιο για την ευρύτερη ειρήνη στην Ευρώπη. Εμείς θα μεριμνήσουμε, ως παίκτες με πολύ ισχυρή δράση στην περιοχή, να αποσυμπιέζουμε τις εντάσεις και να δρούμε μεσολαβητικά, έτσι ώστε να μην έχουμε εκρήξεις. Η μεγάλη διαπίστωση είναι ότι η Ελλάδα δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν θα προσδιορίσουμε την εξωτερική μας πολιτική με βάση το τι πράττουν άλλοι, ακόμα κι αν αυτοί λογίζονται ότι είναι οι «προαιώνιοι εχθροί». Έχουμε κατακτήσει το δικαίωμα να ομιλούμε για μια αυτονομία και αυτοτέλεια της Ελλάδας, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν. Και θα μου επιτρέψετε αυτή τη διαπίστωση, ότι πλέον η Ελλάδα είναι στην ισχυρότερη θέση διπλωματικά που ήταν ποτέ. Συν τω χρόνω, το κεφάλαιό της έχει μεγαλώσει. Αυτή τη στιγμή μπορούμε να μιλάμε αυτόνομα και να μιλούμε με μια φωνή, η οποία ακούγεται παντού.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ξέρετε ότι θα μπορούσαμε να σας έχουμε εδώ πάρα πολλές ώρες.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα ήταν χαρά μου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τελείωσε ο χρόνος μας. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ κύριε Υπουργέ.
6 Μαΐου, 2025